τετληότι
1τετληότι — τλάω suffer perf part act masc/neut dat sg …
2τλώ — άω, Α 1. (σχετικά με κόπους, δυσχέρειες, ταλαιπωρίες) υφίσταμαι, υποφέρω, υπομένω 2. απόλ. βαστάζω, κρατώ, αντέχω («τέτλαθι δή, κραδίη», Ομ. Οδ.) 3. (με απρμφ.) τολμώ να κάνω κάτι («οὔτε λόχονδ ἰέναι τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.) 4. (με καλή ή κακή… …