τεταρτημόριον
1τεταρτημόριον — fourth part neut nom/voc/acc sg τεταρτημόριος holding a masc/fem acc sg τεταρτημόριος holding a neut nom/voc/acc sg …
2τεταρτημορίοις — τεταρτημόριον fourth part neut dat pl τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut dat pl …
3τεταρτημορίου — τεταρτημόριον fourth part neut gen sg τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut gen sg …
4τεταρτημορίων — τεταρτημόριον fourth part neut gen pl τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut gen pl …
5τεταρτημορίῳ — τεταρτημόριον fourth part neut dat sg τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut dat sg …
6τεταρτημόρια — τεταρτημόριον fourth part neut nom/voc/acc pl τεταρτημόριος holding a neut nom/voc/acc pl …
7μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… …
8ταρτήμορον — τὸ, Α ονομασία μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τεταρτήμορον / τεταρτημόριον] …
9τεταρτημορίδιον — τὸ, Α [τεταρτημόριον] το τεταρτημόριο …
10τεταρτημορίς — ίδος, ἡ, Α το ένα τέταρτο ενός όλου, το τεταρτημόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεταρτημόριον + επίθημα ίς, ίδος] …
- 1
- 2