τεσσᾰρᾰκοντούτης
1τεσσαρακοντούτης — forty years old masc nom sg …
2τεσσαρακοντούτης — ο, θηλ. τεσσαρακοντούτις, ΝΑ, και αττ. τ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακοντοῡτις, ιδος, Α βλ. τεσσαρακονταετής …
3τετταρακοντούτης — τεσσαρακοντούτης , τεσσαρακοντούτης forty years old masc nom sg …
4τεσσαρακοντοῦται — τεσσαρακοντούτης forty years old masc nom/voc pl …
5τεσσαρακοντούτη — τεσσαρακοντούτης forty years old masc voc sg …
6τεσσαρακοντούτην — τεσσαρακοντούτης forty years old masc acc sg (attic epic ionic) …
7έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …
8τεσσαρακονταετής — ές και ως ουσ. τεσσαρακονταέτης και τεσσαραρακοντούτης, ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τεσσαρακοντούτις Ν, και αττ. τ. αρσ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακονταέτις, και τεσσαρακοντοῡτις, ούτιδος, ΜΑ 1. αυτός που έχει ηλικία σαράντα χρόνων, σαραντάρης… …