τεσσερακονταεννέα
1τεσσερακονταεννέα — οἱ, αἱ, τὰ, Α άκλ. (απόλ. αριθμτ.) βλ. τεσσαρακονταεννέα …
2τεσσαρακονταεννέα — και τεσσερακονταεννέα, οἱ, αἱ, τὰ, Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) σαράντα εννέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα / τεσσεράκοντα + ἐννέα] …
1τεσσερακονταεννέα — οἱ, αἱ, τὰ, Α άκλ. (απόλ. αριθμτ.) βλ. τεσσαρακονταεννέα …
2τεσσαρακονταεννέα — και τεσσερακονταεννέα, οἱ, αἱ, τὰ, Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) σαράντα εννέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα / τεσσεράκοντα + ἐννέα] …