τεσσαρεσκαιδεκέτης

  • 1τεσσαρεσκαιδεκέτης — fourteen years old masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τεσσαρεσκαιδεκέτης — και τεσσαρακαιδεκέτης και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και τεσσαρεσκαιδεκαέτις, ιδος, Α ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα… …

    Dictionary of Greek

  • 3έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …

    Dictionary of Greek

  • 4τεσσαρακαιδεκέτης — ες και τεσσαρακαιδεκετής, ές, θηλ. τεσσαρακαιδεκέτις, ιδος, Α βλ. τεσσαρεσκαιδεκέτης …

    Dictionary of Greek

  • 5τεσσαρεσκαιδεκαέτης — ες και τεσσαρεσκαιδεκαετής, ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκαέτις, ιδος, Α βλ. τεσσαρεσκαιδεκέτης …

    Dictionary of Greek