τεσσαράκοντα
1τεσσαράκοντα — οι, τα / τεσσαράκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και αττ. τ. τετταράκοντα και ιων. τ. τεσσεράκοντα και σικελιωτ. ιων. τετράοοντα και δωρ. τ. τετρώκοντα και τεταράκοντα και βοιωτ. τ. πετταράκοντα Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) 1. σαράντα 2. παροιμ. φρ. «παρά μίαν… …
2τεσσαράκοντα — τεσσαρά̱κοντα , τεσσαράκοντα forty indeclform (numeral) …
3τεσσαράκοντα παρά μίαν — Όρος με τον οποίο είναι γνωστή μια καθαρά εβραϊκή τιμωρία για την οποία γράφει και το Δευτερονόμιο (κε, 2). Ο Ιώσηπος τη χαρακτηρίζει τιμωρίαν αισχίστην. Επειδή η τιμωρία αυτή ήταν μαστίγωση (40 μαστιγώσεις) και ο εκτελεστής της, σε περίπτωση που …
4τεσσαράκοντα — αριθμ. απόλ., άκλ., σαράντα (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Τεσσαράκοντα δικασταί — Η έκφραση αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό Δίκαιο και αφορούσε τους δικαστές που εκδίκαζαν μικροδιαφορές. Αρχικά ήταν 30 αλλά αυξήθηκαν σε 40 στα χρόνια των τριάκοντα τυράννων. Οι δικαστές αυτοί εκδίκαζαν κυρίως χρηματικές διαφορές έως 10 δραχμών.… …
6Τεσσαράκοντα μάρτυρες — Μάρτυρες του χριστιανισμού. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 9 Μαρτίου και η Δυτ. Oρθόδοξη Eκκλησία την επομένη. Το 320, ο ηγεμόνας Αγρικόλας, εκτελώντας διαταγή του αυτοκράτορα Λικίννιου, ζήτησε από τους στρατιώτες του να… …
7Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Λακωνίας, ΒΑ της Σπάρτης, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης. Πρωτοχτίστηκε τον 14ο αι., αλλά ξαναχτίστηκε, σε κοντινή προς το αρχικό θέση, στις αρχές του 17ου αι. Το καθολικό του αγιογραφήθηκε …
8Тессараконта — (οί Τεσσαράκοντα) коллегия 40 судей в Афинах. Судьи эти были учреждены Писистратом, но тогда назывались судьями по демам (οί κατά δήμους δικασταί); они по мере необходимости объезжали все демы (т. е. деревни, местечки; клисфеновских демов тогда… …
9σαράκοντα — Μ άκλ. (αριθμτ.) τεσσαράκοντα, σαράντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τεσσαράκοντα με αποκοπή τής συλλαβής τε(σ) λόγω τού ότι θεωρήθηκε ως αιτ. τού άρθρου: τὲς σαράκοντα] …
10σαράντα — ΝΜ άκλ. (απόλ. αριθμτ.) 1. ο αριθμός που δηλώνει τέσσερεις δεκάδες, τεσσαράκοντα («σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά», δημ. τραγούδι) 2. (με άρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαράντα α) το τεσσαρακοστό έτος τής ηλικίας («μπαίνω στα σαράντα») β) η… …