τεσσαράκοντα

  • 51τεσσαρακοντήρης — Αρχαίο ελληνικό πλοίο που ναυπηγήθηκε στα χρόνια του Πτολεμαίου του Φιλοπάτορα (221 205 π.Χ.). Λεπτομερή περιγραφή της τ. δίνει ο Καλλίξενος, οι διαστάσεις όμως που σημειώνει αμφισβητούνται καθώς και ο αριθμός των ερετών που τους θέλει 4.000 και… …

    Dictionary of Greek

  • 52τεσσαρακονταδραχμιαία — ἡ, Α φόρος σαράντα δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + δραχμή + κατάλ. ιαῖος] …

    Dictionary of Greek

  • 53τεσσαρακονταδύο — οἱ, αἱ, τὰ, Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) σαράντα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + δύο] …

    Dictionary of Greek

  • 54τεσσαρακονταεννέα — και τεσσερακονταεννέα, οἱ, αἱ, τὰ, Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) σαράντα εννέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα / τεσσεράκοντα + ἐννέα] …

    Dictionary of Greek

  • 55τεσσαρακονταετής — ές και ως ουσ. τεσσαρακονταέτης και τεσσαραρακοντούτης, ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τεσσαρακοντούτις Ν, και αττ. τ. αρσ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακονταέτις, και τεσσαρακοντοῡτις, ούτιδος, ΜΑ 1. αυτός που έχει ηλικία σαράντα χρόνων, σαραντάρης… …

    Dictionary of Greek

  • 56τεσσαρακονταετηρίδα — η / τεσσαρακονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων νεοελλ. η τεσσαρακοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ἐτηρίς (< ἐτήρ < έτος), πρβλ. πεντηκοντα ετηρίδα) …

    Dictionary of Greek

  • 57τεσσαρακοντακαιπεντάκις — Α επίρρ. σαράντα πέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα(κις) + καί + πεντάκις] …

    Dictionary of Greek

  • 58τεσσαρακονταμελής — ές, Ν (για σύνολο) αυτός που απαρτίζεται από σαράντα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μελής (< μέλος), πρβλ. τρι μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 59τεσσαρακονταμναίος — και αττ. τ. τετταρακονταμναῑος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία σαράντα μνων 2. αυτός που έχει βάρος σαράντα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. πεντηκοντα μναῖος] …

    Dictionary of Greek

  • 60τεσσαρακονταοκτώ — οἱ, αἱ, τὰ, Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) σαράντα οκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ὀκτώ] …

    Dictionary of Greek