-
1 терминал
1. вчт. το τερματικό, η τερματική μονάδα 2. мор. о (τερματικός) λιμένας φορτοεκφόρτωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > терминал
-
2 terminal decision
French\ \ décision finaleGerman\ \ abschließende EntscheidungDutch\ \ beslissing tot beëindiging van de inspectieItalian\ \ decisione finaleSpanish\ \ decisión final; decisión terminalCatalan\ \ decisió finalPortuguese\ \ decisão terminalRomanian\ \ -Danish\ \ endelig beslutningNorwegian\ \ terminal desisjonSwedish\ \ avslutande beslutGreek\ \ απόφαση τερματικόFinnish\ \ lopetuspäätösHungarian\ \ végsõ döntésTurkish\ \ son kararEstonian\ \ lõpetav otsusLithuanian\ \ baigiamasis sprendimasSlovenian\ \ -Polish\ \ decyzja końcowa; decyzja ostatecznaRussian\ \ окончательное решениеUkrainian\ \ кінцеве рішенняSerbian\ \ -Icelandic\ \ -Euskara\ \ -Farsi\ \ t smime n ha-eePersian-Farsi\ \ تصميم پايانيArabic\ \ قرار نهائيAfrikaans\ \ termineringsbeslissingChinese\ \ 最 终 设 备Korean\ \ 단말결정
См. также в других словарях:
τερματικό — το, Ν (πληροφ.) βλ. τερματικός … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
κίω — (Α) πορεύομαι, πηγαίνω («τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον», Ομ. Ιλ. β. «τῆς κινήσεως... ἡ... ἀρχὴ ἀπὸ τοῡ κίειν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. είναι ο θεματικός αόρ. (με σημ. παρατατικού) κί ε, από τον οποίο προήλθαν και οι πολύ σπάνιοι ενεστωτικοί… … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
κλαξ — κλᾴξ, ακός και κλάιξ, άικος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κλειδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει υπερωικό τερματικό στοιχείο κ ] … Dictionary of Greek
μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις … Dictionary of Greek
τερματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται στο τέρμα 2. το ουδ. ως ουσ. το τερματικό (πληροφ.) θέση εργασίας σε ηλεκτρονικό μηχανογραφικό σύστημα από όπου δίνονται οι εντολές στην κεντρική μνήμη για αποθήκευση και ανάκληση στοιχείων και το οποίο ανάλογα με… … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
Ισκεντερούν — (Iskenderun). Πόλη (171.700 κάτ. το 2003) της Τουρκίας, στον νομό Χατάι. Είναι χτισμένη στα νοτιοανατολικά παράλια του ομώνυμου κόλπου, σχετικά κοντά στην Αντιόχεια. Στο παρελθόν ήταν γνωστή και ως Αλεξανδρέτα. Η πόλη είναι το κέντρο διακίνησης… … Dictionary of Greek
τερματικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με το τέρμα, το τέλος κάποιου συστήματος. 2. το ουδ. ως ουσ., τερματικό υπονοεί την οθόνη και το πληκτρολόγιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)