τερενόχρους

  • 1τερενόχρους — ουν και οος, οον, Α βλ. τερενόχρως …

    Dictionary of Greek

  • 2τερενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τερενόχρους, ουν και οος, οον, Α αυτός που έχει τρυφερό, μαλακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρην, ενος «τρυφερός, μαλακός» + χρως / χροος / χρους (< χρώς, χρωτός / χροός «επιδερμίδα»), πρβλ. ἁπαλό χρως] …

    Dictionary of Greek