τενέδιος
1Τενέδιος — masc nom sg …
2τενέδιος — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Εμμανουήλ. Έζησε τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου. Τον επαινεί ο Νεόφυτος Δούκας για τη μόρφωσή του. Έγραψε Διατριβή εις θουκυδίδην και της κατ’ αυτόν ιστορίας επιτομή (Βιέννη 1799). Πολλοί τον θεωρούν και μεταφραστή …
3Τενεδίων — Τενέδιος fem gen pl Τενέδιος masc/neut gen pl …
4Τενέδιον — Τενέδιος masc acc sg Τενέδιος neut nom/voc/acc sg …
5Τενεδίη — Τενέδιος fem nom/voc sg (epic ionic) …
6Τενεδίοις — Τενέδιος masc/neut dat pl …
7Τενεδίοισι — Τενέδιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8Τενεδίου — Τενέδιος masc/neut gen sg …
9Τενεδίους — Τενέδιος masc acc pl …
10Τενεδίῳ — Τενέδιος masc/neut dat sg …
Страницы
- 1
- 2