-
1 τεμπέλης
[тэмбэлис] εκ. ленивый, бездельничающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τεμπέλης
-
2 τεμπέλης
[тэмбэлис] ουσ. а. лентяй, бездельник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τεμπέλης
-
3 ленивый
-
4 лентяй
-
5 бездельиик
бездель||иикм1. (лентяй) ὁ τεμπέλης, ὁ ἀκαμάτης;2. б ран. ὁ τεμπέλαρος. -
6 лежебока
лежебока м, ж разг ὁ ἀκαμάτης, ὁ τεμπέλης, ὁ τεμπελχανᾶς. -
7 ленивый
ленив||ыйприл τεμπέλης, ὁκνηρός / νωθρός (вялый)· ◊ \ленивыйые щи кул. πρόχειρη λαχανόσουπα. -
8 лентяй
лентяйм ὁ τεμπέλης, ὁ ὁκνηρός, ὁ ἀκαμάτης. -
9 лодырь
лоды||рьм разг ὁ τεμπέλης, ὁ φυγόπονος. -
10 праздношатающийся
праздношатающийсям разг ὁ ἀργόσχολος, ὁ ἀργός, ὁ τεμπέλης. -
11 тяжелый
тяжел||ыйприл1. βαρύς:\тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):\тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:\тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·4. (серьезный) σοβαρός:\тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:\тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά. -
12 бездельник
[μπιζντιέλ'νικ] ουσ. α τεμπέλης -
13 ленивый
[λινίβυϊ] εκ. τεμπέλης -
14 лентяй
[λιντγιάϊ] ουσ. α. τεμπέλης -
15 бездельник
[μπιζντιέλ'νικ] ουσ α τεμπέλης -
16 ленивый
[λινίβυϊ] επ τεμπέλης -
17 лентяй
[λιντγιάϊ] ουσ α τεμπέλης -
18 байбак
-а α.1. αρκτόμυς.2. οκνός, νωθρός, τεμπέλης. -
19 балбес
-а α.(για νέους) μωρός, βλάκας, κουτός• τεμπέλης. -
20 барин
-а, πλθ.(απλ.) баре, κ. бары, бар, α.1. κύριος, αφέντης, άρχοντας. || αφεντικό, κύριος (ως προς τον υπηρέτη).2. τεμπέλης, φυγόπονος.εκφρ.жить -ом – ζω αρχοντικά, αρχοντοζώ, αρχοντοπερνώ•сидеть -ом – κάθομαι αρχοντικά, σαν άρχοντας.
См. также в других словарях:
τεμπέλης — α, ικο, Ν οκνηρός, φυγόπονος, ακαμάτης, αργόσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. tembel] … Dictionary of Greek
τεμπέλης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), φυγόπονος, νωθρός, ακαμάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Pagioumtzis — Stratos Pagioumtzis (griechisch Στράτος Παγιουμτζής; * 1904 in Ayvalık (griechisch Αϊβαλί); † 16. November 1971 in New York City war ein griechischer Rembetikosänger und Mitglied in dem bekannten Rembetiko Quartett I Tetras i Xakousti tou… … Deutsch Wikipedia
τεμπέλαρος — ο, Ν μεγάλος τεμπέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. παίδ αρος)] … Dictionary of Greek
τεμπελιάζω — Ν [τεμπέλης] είμαι ή γίνομαι τεμπέλης … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
Stratos Pagioumtzis — A. Delias, G. Batis, M. Vamvakaris, S. Pagioumtzis (Mitte 1930) Stratos Pagioumtzis (griechisch Στράτος Παγιουμτζής, * 1904 in Ayvalık; † 16. November 1971 in New York City) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… … Dictionary of Greek
άεργος — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek
άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… … Dictionary of Greek