Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τεμπέλης

См. также в других словарях:

  • τεμπέλης — α, ικο, Ν οκνηρός, φυγόπονος, ακαμάτης, αργόσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. tembel] …   Dictionary of Greek

  • τεμπέλης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), φυγόπονος, νωθρός, ακαμάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Pagioumtzis — Stratos Pagioumtzis (griechisch Στράτος Παγιουμτζής; * 1904 in Ayvalık (griechisch Αϊβαλί); † 16. November 1971 in New York City war ein griechischer Rembetikosänger und Mitglied in dem bekannten Rembetiko Quartett I Tetras i Xakousti tou… …   Deutsch Wikipedia

  • τεμπέλαρος — ο, Ν μεγάλος τεμπέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. παίδ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • τεμπελιάζω — Ν [τεμπέλης] είμαι ή γίνομαι τεμπέλης …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… …   Wikipedia

  • Stratos Pagioumtzis — A. Delias, G. Batis, M. Vamvakaris, S. Pagioumtzis (Mitte 1930) Stratos Pagioumtzis (griechisch Στράτος Παγιουμτζής, * 1904 in Ayvalık; † 16. November 1971 in New York City) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… …   Dictionary of Greek

  • άεργος — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»