τεμαχοπώλης
1τεμαχοπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλά παστά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + πώλης*] …
2τεμαχοπώλην — τεμαχοπώλης dealer in salt fish masc acc sg (attic epic ionic) …
1τεμαχοπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλά παστά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + πώλης*] …
2τεμαχοπώλην — τεμαχοπώλης dealer in salt fish masc acc sg (attic epic ionic) …