Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τελλούριο

См. также в других словарях:

  • τελλούριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Te· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων ή πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 52, ατομικό βάρος 127,61, 8 σταθερά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 120 έως 130 και 14 τεχνητά ραδιενεργά. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • τελλουριούχος — α, ο, θηλ. και τελλουριούχος, Ν χημ. αυτός που περιέχει τελλούριο (α. «τελλουριούχο βισμούθιο» β. «τελλουριούχο νικέλιο» γ. «τελλουριούχος άργυρος» δ. «τελλουριούχος υδράργυρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τελλούριο + ούχος*] …   Dictionary of Greek

  • Τe — Ν χημ. σύμβολο τού χημικού στοιχείου τελλούριο …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • καλαβερίτης — Ορυκτό αποτελούμενο από χρυσό, άργυρο και τελλούριο με χημικό τύπο (Au,Ag)Te2. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα και σπάνια συναντάται σε στηλοειδείς επιμήκεις κρυστάλλους. Η σκληρότητά του στην ορυκτολογική κλίμακα είναι 2,5 και η πυκνότητά… …   Dictionary of Greek

  • κολουσίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο θειούχο ορυκτό τού χαλκού και τού αρσενικού, που περιέχει επίσης βανάδιο, τελλούριο, σίδηρο και κασσίτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. colusite < τόπων. Colusa (τής Καλιφόρνιας), που είναι η τυπική… …   Dictionary of Greek

  • ναγιαγίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο θειούχο ορυκτό τού μολύβδου, τού χρυσού, τού τελλουρίου και τού αντιμονίου, αλλ. μαύρο τελλούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. nayagite] …   Dictionary of Greek

  • τελλουρικός — ή, ό, Ν [τελλούριο] φρ. α) «τελλουρικό οξύ» χημ. ασθενές διβασικό οξύ που σχηματίζει δύο σειρές αλάτων, τα όξινα και τα ουδέτερα τελλουρικά άλατα β) «τελλουρικό άλας» χημ. άλας τού τελλουρικού οξέος γ) «τελλουρικό ρεύμα» (γεωφ.) φυσικό ηλεκτρικό… …   Dictionary of Greek

  • τελλουριώδης — ες, Ν [τελλούριο] φρ. α) «τελλουριώδες άλας» χημ. άλας τού τελλουριώδους οξέος β) «τελλουριώδες οξύ» χημ. ονομασία τού οξέος H2TeΟ3 …   Dictionary of Greek

  • υδροτελλουρικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροτελλουρικό οξύ» χημ. συνοπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροτελλουρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. (acide) tellurhydrique < tellur (πρβλ. τελλούριο) + hydrique (< υδρικός)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»