τελεῖν

  • 11TELESTES — I. TELESTES Aeschyli saltator, cum Aeschylus χηματισμοὺς in choros Tragicos primus intulisset, veteribus modis novos addidit, ut Chamaeleo auctor est. Appellabant autem Veteres χηματισμοὺς eos corporis modos, in quibus non soli motus, sed et… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …

    Dictionary of Greek

  • 13επαπειλώ — (AM ἐπαπειλῶ, έω) επισείω κάτι ως απειλή, απειλώ, φοβερίζω («ἔπειτ ἐμοὶ τὰ δείν ἐπηπείλησ ἔπη», Σοφ.) νεοελλ. απρόσ. επαπειλείται επίκειται, επικρέμαται ως απειλή ή κίνδυνος αρχ. 1. απλώς απειλώ, φοβερίζω 2. (με απρμφ. μέλλ.) απειλώ ότι θα κάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 14καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …

    Dictionary of Greek

  • 15νυκτελείν — νυκτελεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐν νυκτὶ τελεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε νυκτιτελεῖν < νυκτί, δοτ. τού νύξ, νυκτός, + τελῶ (πρβλ. νυκτέλιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 16σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… …

    Dictionary of Greek

  • 17τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …

    Dictionary of Greek