τελείῳ
1τελείω — Α (επικ. τ.) βλ. τελώ …
2τελειώ — όω, ΜΑ βλ. τελειώνω …
3τελειῶ — τελειόω make perfect pres subj act 1st sg τελειόω make perfect pres ind act 1st sg …
4τελείω — τέλειος perfect masc/neut nom/voc/acc dual τέλειος perfect masc/neut gen sg (doric aeolic) τελέω fulfil pres subj act 1st sg τελέω fulfil pres ind act 1st sg τελειόω make perfect pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τελειόω make perfect imperf… …
5τελείῳ — τέλειος perfect masc/neut dat sg …
6τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …
7τελείωι — τελείῳ , τέλειος perfect masc/neut dat sg …
8Nicomachean Ethics — Part of a series on Aristotle …
9NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… …
10ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος …