τελείῳ

  • 11εκτελειώ — ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ ( όω) επιτατ. τού τελειώ* (Α) κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ …

    Dictionary of Greek

  • 12επιτελειώ — ἐπιτελειῶ, όω (Α) (Μ και ἐπιτελειώνω) μσν. κατορθώνω αρχ. συμπληρώνω («τὴν θυσίαν ἐπετελείωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτέλειος ή < επί + τελειώ] …

    Dictionary of Greek

  • 13ζημιωμός — ζημιωμός, ὁ (Μ) χρηματική ποινή, πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημιώνω + κατάλ. μός (πρβλ. ξεσηκω μός, τελειω μός)] …

    Dictionary of Greek

  • 14καταγωγή — η (AM καταγωγή) [κατάγω] η οικογενειακή προέλευση ενός ατόμου, η γενιά (α. «ευτελής καταγωγή» β. «ἔστιν αὕτη ἡ καταγωγή τοῡ γένους τῶν ἱερασαμένων τοῡ Ποσειδῶνος ἐν πίνακι τελείῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ο τόπος προέλευσης («δεν είναι ελληνικής… …

    Dictionary of Greek

  • 15προτελειώ — όω, Α [τελειῶ] 1. (κατά τον Ησύχ.) «προτελειωσαμένη προμυησαμένη» 2. παθ. προτελειοῡμαι, όομαι (για πράξη) εκτελούμαι προηγουμένως («καταγέγραμμαι κατὰ τὰ προτετελειωμένα γράμματα ἐνεχυρασίας») …

    Dictionary of Greek

  • 16σηκωμός — ο, Ν 1. σήκωμα, ανύψωση 2. σήκωμα, μεταφορά βαριού αντικειμένου 3. μτφ. α) εξέγερση, ξεσηκωμός β) ξύπνημα, αφύπνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκώνω + κατάλ. μός (πρβλ. σκοτω μός, τελειω μός)] …

    Dictionary of Greek

  • 17συντελειώ — όω, Α [τελειῶ / ώνω] 1. τελειώνω, αποπερατώνω («τὰ ἔργα συντελειοῡν», πάπ.) 2. γίνομαι τέλειος …

    Dictionary of Greek

  • 18τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… …

    Dictionary of Greek

  • 19τελείωμα — το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α [τελειῶ, ώνω] συμπλήρωση, ολοκλήρωση νεοελλ. 1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα τού δρόμου» β. «το τελείωμα τού φουστανιού») 2. εξάντληση («το… …

    Dictionary of Greek

  • 20τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… …

    Dictionary of Greek