τελευτή

  • 31προτέλευτος — ον, Α προτελευταίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τελευτος (< τελευτή), πρβλ. παρα τέλευτος] …

    Dictionary of Greek

  • 32προτελευτώ — προτελευτῶ, άω, ΝΑ πεθαίνω πρωτύτερα («ὁρῶσι τοὺς γενεαῑς πολλαῑς τῆς ἑαυτῶν γενέσεως προτελευτηκότας», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τελευτῶ (< τελευτή «τέλος ζωής, φυσικός θάνατος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 33συντελευτώ — άω, Α συναποθνήσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τελευτῶ «πεθαίνω» (< τελευτή «τέλος, θάνατος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 34τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …

    Dictionary of Greek

  • 35τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο …

    Dictionary of Greek

  • 36τελευτοσπόριο — το, Ν (μυκητ.) δικάρυο σπόριο που είναι χαρακτηριστικό τών μυκήτων οι οποίοι ανήκουν στις τάξεις ουρεδινώδη και ουστιλαγινώδη, αλλ. τελειοσπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teleutospore (< τελευτή + σπόρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 37τελευτώ — τελευτῶ, άω, ΝΜΑ [τελευτή] 1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῡ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί. γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.) …

    Dictionary of Greek

  • 38Αργυρόπουλος — I Επώνυμο οικογένειας Βυζαντινών λογίων. 1. Ιωάννης (περ. 1415 – 1487). Λόγιος και σοφός της Αναγέννησης. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία, παραβρέθηκε στη σύνοδο της Φεράρα και Φλωρεντίας (1438) ως απλός διάκονος και ασχολήθηκε με την εκμάθηση… …

    Dictionary of Greek

  • 39ԲԱՒ — ( ) NBH 1 476 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. πέρας finis, terminus, τελευτή, ἑξεύσεσις inventio, perventus , ἁριθμός numerus Հասումն, ըմբռնումն. գիւտ. (զի որպէս Հաւ է սկիզբն կամ ծագ սկզբնաւորութեան, նոյնպէս եւ Բաւ է ծայր …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 40ԿԱՏԱՐՈՒՄՆ — (րման.) NBH 1 1063 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c գ. τελείωσις perfectio συντέλεια consummatio. Կատարելն եւ իլն. կատարած. լրումն. բովանդակումն. վախճան. ... *Եղիցի կատարումն ասացելոցս նմա ʼի տեառնէ:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)