τελευτή
21ενδατούμαι — ἐνδατοῡμαι, έομαι (AM) μοιράζω, διανέμω («θείαν δύναμιν ἐνδατεῑσθαι», Ευστ.) αρχ. 1. κατασπαράζω, κατατρώγω 2. (μτφ. κυρίως για όνομα) απαγγέλλω χωριστά για εξύβριση («δὶς τ ἐν τελευτῇ τοὔνομ ἐνδατούμενος καλεῑ» [το όνομα τού Πολυνείκη], Αισχ.) 3 …
22επιτελευτή — ἐπιτελευτή, ἡ (Α) επιγρ. η τελευτή τού βίου, ο θάνατος …
23ισοτέλευτον — ἰσοτέλευτον, τὸ (Α) η κατάληξη στο ίδιο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τελευτον (< τελευτή), πρβλ. α τέλευτος, ομοιο τέλευτος] …
24κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …
25κρατευτής — κρατευτής, ὁ (Α) 1. το κρατευτήριον* 2. στον πληθ. οἱ κρατευταί κομμάτια πέτρας που αποτελούσαν το υπόστρωμα λιθοστρώτου 3. μολύβδινες ράβδοι ορισμένου βάρους ή μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος (πρβλ. τελευτή: τέλος) με πιθ. επίδραση τού ρ. κρατεύω …
26ομοιοτέλευτος — η, ο (Α ὁμοιοτέλευτος, ον) 1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα (ρητ.) σχήμα κατά το… …
27οξυτέλευτος — ὀξυτέλευτος, ον (Α) αυτός που τελειώνει σε οξύ ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τέλευτος (< τελευτή), πρβλ. ομοιο τέλευτος] …
28πέραση — η / πέρασις, ΝΑ [περώ] νεοελλ. 1. (για νομίσματα) εγκυρότητα, αξία που επιτρέπει την κυκλοφορία αλλά και τη χρήση και αποδοχή στις διάφορες συναλλαγές («οι παλιές δεκάρες δεν έχουν πια πέραση») 2. μτφ. (για πρόσ.) αποδοχή και αναγνώριση από τους… …
29παρατέλευτος — ον, Α 1. προτελευταίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρατέλευτος η λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρατέλευτον είδος μέτρου («μονόμετρον ὅ καὶ παρατέλευτον ὀνομάζεται», Σχόλ. στον Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τελευτος… …
30παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… …