τελευτή

  • 11Polydamas de Skoutoussa — Polydamas de Skotoussa Polydamas de Skoutoussa est l un des plus fameux athlètes grecs de l Antiquité. Polydamas de Skotoussa est champion des Jeux olympiques de pancrace en 408 av. J. C.. Cet athlète jouit d’une grande renommée et ses exploits… …

    Wikipédia en Français

  • 12Polydamas de skotoussa — Polydamas de Skoutoussa est l un des plus fameux athlètes grecs de l Antiquité. Polydamas de Skotoussa est champion des Jeux olympiques de pancrace en 408 av. J. C.. Cet athlète jouit d’une grande renommée et ses exploits furent souvent comparés… …

    Wikipédia en Français

  • 13скончание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. τελευτή) окончание, конец, смерть. … …

    Словарь церковнославянского языка

  • 14OLYMPIA — I. OLYMPIA orum, ludi ab Hercule instituti, in honrem Iovis, A. M. 2836. ante restaurationem ab Iphiro factam, An. 442. circa Olympiam Eleae regionis urbem a quâ et nomenhabent. Hercules enim, Augeâ Elidis rege superatô, eiusque stabulô repuratô …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15SERIF — Arabice Nobilem notat seu virum illustrem; unde Turcae aliique Mahumedani suos Principes seu Sultanos hôc nomine compellant. Io. Zonaras Tom. 3. Annal. ubi de Constantino Monomacho, Seriphem Turcis esse dicit, quod Syncellus Graecis fuerit: Ω῾ς… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 16Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν …

    Dictionary of Greek

  • 17ακροτελεύτιο — το (Α ἀκροτελεύτιον) το περιοδικά επαναλαμβανόμενο μέρος άσματος, επωδός, «ρεφραίν» μσν. εφύμνιον, ακρόστιχον αρχ. το τελευταίο μέρος, η παρυφή κάθε πράγματος και κυρίως το τέλος ποιήματος ή στίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + τελευτή] …

    Dictionary of Greek

  • 18ανομοιοτέλευτος — η, ο 1.ανομοιοκατάληκτος 2. το ουδ. ως ουσ. το ανομοιοτέλευτο η ανομοιοκαταληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανόμοιος + τελευτή. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Αδ. Κοραή] …

    Dictionary of Greek

  • 19ανύβριστος — ἀνύβριστος, ον (AM) αυτός που δεν υβρίζεται ή δεν πρέπει να υβρίζεται («ἀνύβριστος τελευτή», Πλουτ. «...ἐμίανας τὰ ἱερὰ τοῡ ναοῡ σκεύη καὶ ὕβρισας τὰ ἀνύβριστα», Μανασσής) αρχ. όποιος δεν είναι υβριστικός …

    Dictionary of Greek

  • 20ατέλευτος — η, ο (AM ἀτέλευτος, ον) [τελευτή] αυτός που δεν έχει τέλος, ατελεύτητος, αιώνιος («ἀτέλευτος ὕπνος» ο θάνατος) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει τελειώσει, ημιτελής 2. άπειρος, αμέτρητος …

    Dictionary of Greek