τελετάρχης
1τελετάρχης — founder of mysteries masc nom sg τελεταρχέω to be in charge of the mysteries imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2τελετάρχης — ο, ΝΜΑ, θηλ. τελετάρχις, ιδος, ΜΑ νεοελλ. αυτός που διευθύνει τελετή μσν. αρχ. 1. ιδρυτής μυστηρίων, ο πρώτος ιεροτελεστής, ο μυσταγωγός («θιάσου νομίου τελετάρχα», Ορφ. Ύμν.) 2. στον πληθ. οἱ τελετάρχαι τάξη θείων όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή +… …
3τελετάρχης — ο αυτός που διευθύνει τη διεξαγωγή της τελετής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τελετάρχαι — τελετάρχης founder of mysteries masc nom/voc pl τελετάρχᾱͅ , τελετάρχης founder of mysteries masc dat sg (doric aeolic) …
5τελεταρχῶν — τελετάρχης founder of mysteries masc gen pl τελεταρχέω to be in charge of the mysteries pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
6τελετάρχαις — τελετάρχης founder of mysteries masc dat pl …
7τελετάρχην — τελετάρχης founder of mysteries masc acc sg (attic epic ionic) …
8τελετάρχου — τελετάρχης founder of mysteries masc gen sg …
9τελετάρχῃ — τελετάρχης founder of mysteries masc dat sg (attic epic ionic) …
10τελετάρχα — τελετάρχᾱ , τελετάρχης founder of mysteries masc nom/voc/acc dual τελετάρχης founder of mysteries masc voc sg τελετάρχᾱ , τελετάρχης founder of mysteries masc gen sg (doric aeolic) τελετάρχης founder of mysteries masc nom sg (epic) …