τελεστικὸς τῶν ἁπάντων

  • 1τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση …

    Dictionary of Greek