τελεσίγαμος

  • 1τελεσίγαμος — ον, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίγαμος* …

    Dictionary of Greek

  • 2τελεσσίγαμος — και μτγν επικ. τ. τελεσίγαμος, ον, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῡς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + γάμος (πρβλ. νυκτί γαμος), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] …

    Dictionary of Greek