Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τελειώσω

  • 1 медлить

    медл||ить
    несов βραδύνω, ἀργώ, ἀργοπορώ, χρονίζω:
    \медлить с окончанием работы ἀργῶ νά τελειώσω τήν ἐργασία· не \медлитья ни минуты χωρίς νά χάνω ὁὔτε λεφτό.

    Русско-новогреческий словарь > медлить

  • 2 окончание

    окончание
    с
    1. (завершение) ἡ ἀποπε-ράτωση [-ις], τό τελείωμα, τό τέλος / ἡ λήξις προθεσμίας (срока):
    по \окончаниении учебы μετά τήν ἀποπεράτωση τών σπουδών μου· по \окончаниении университета ὀταν τελειώσω τό πανεπιστήμιο· по \окончаниении концерта μόλις τελειώσει ἡ συναυλία· быстрое \окончание ἡ γρήγορη ἀποπεράτωση·
    2. (заключит, часть, конец чего-л.) τό τέλος:
    \окончание следует ἐπεται τό τέλος·
    3. грам. ἡ κατάληξη [-ις]·

    Русско-новогреческий словарь > окончание

  • 3 подходить

    подход||и́ть
    несов
    1. (приближаться) πλησιάζω, προσέρχομαι, ἐρχομαι:
    \подходить κ окну́ πλησιάζω στό παράθυρο·
    2. (наступать \подходить о времени и т. ἡ.) ἐρχομαι, πλησιάζω:
    подходит время πλησιάζει ὁ καιρός·
    3. перен (относиться) πλησιάζω, ἀπευθύνομαι, ἀντιμετωπίζω, ἐξετάζω:
    \подходить критически к чему́-л. ἐξετάζω κριτικά· уметь \подходить к людям ξαίρω πῶς νά πλησιάζω τους ἀνθρώπους·
    4. (годиться, соответствовать) κάνω (άμετ.), ταιριάζω:
    этот ключ не подходит к замку́ τό κλειδί αὐτό δέν ταιριάζει στήν κλειδαριά· это ему́ не подходит αὐτό δέν τοῦ κάνει, δέν τοῦ ταιριάζει· ◊ \подходить к концу́ κοντεύω νά τελειώσω.

    Русско-новогреческий словарь > подходить

  • 4 расправа

    расправ||а
    ж ἡ ἐξόντωση, ἡ ἄδικη τιμωρία:
    кровавая \расправа ἡ σφαγή, τό μακελ-λειό· учинять \расправау ξεκάνω, ἐξοντώνω· ◊ короткая \расправа ἡ συνοπτική διαδικασία καί καταδίκη· у меня с ним короткая \расправа θά τελειώσω γρήγορα μαζύ του.

    Русско-новогреческий словарь > расправа

  • 5 хотя

    хотя
    союз
    1. ἄν καί, καίτοι, μ' ὅλο πού, μ' ὅλον ὅτι:
    я приду́ \хотя мне и некогда... ἄν καί δέν ἔχω καιρό ὅμως θά §ρθω...·
    2. (однако, но) μολονότι· ◊ \хотя бы а) (даже если) καί ἄν ἀκόμα· я сделаю эту работу сегодня, \хотя бы мне пришлось просидеть ночь θά τελειώσω σήμερα αὐτή τή δουλειά ἀκόμα κι ἄν χρειαστεί νά κάτσω ὅλη τήν νύχτα· б) (хорошо бы) τουλάχιστο[ν]:
    ты \хотя бы пошли погуляла νά πήγαινες τουλάχιστον νά κάνεις περίπατο· \хотя бы по одному́ тому́... ἄν ὄχι γιά τίποτε ἀλλο (τουλάχιστο) ἐπειδή...· это ви́дно \хотя бы из следующего факта αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό ἐξής γεγονός.

    Русско-новогреческий словарь > хотя

  • 6 обязать

    -яжу, -яжешъ
    ρ.σ.μ.
    1. υποχρεώνω, επιβάλλω•

    его обязали явиться в срок τον υποχρέωσαν να εμφανιστεί στην προθεσμία.

    2. προκαλώ αίσθημα ευγνωμοσύνης•

    вы меня много -яжете, если... θα με υποχρεώσετε πολύ, αν...

    υποχρεώνομαι•

    обязать досрочно выполнить работу υποχρεώνομαι να τελειώσω τη δουλειά πριν την προθεσμία.

    Большой русско-греческий словарь > обязать

См. также в других словарях:

  • τελειώσω — τελειόω make perfect aor subj act 1st sg τελειόω make perfect fut ind act 1st sg τελειόω make perfect aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… …   Dictionary of Greek

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… …   Dictionary of Greek

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • πασχίζω — ΝΜ και πασκίζω, Ν καταθάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχω κάτι, μοχθώ («πασχίζω να τελειώσω μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπάσχισα / ἐπάσκισα, νεώτ. αόρ. τού πάσχω / πάσκω, κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. χάσκω > ἐχάσκισα… …   Dictionary of Greek

  • προαπολείπω — Α 1. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι προηγουμένως («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἤ χήρα γένηται», Αριστοτ.) 2. (για το νερό) παρουσιάζω έλλειψη εκ τών προτέρων 3. αποκάμνω πρώτος ή εκ τών προτέρων 4. φρ. α) «προαπολείπω τὴν πρᾱξιν»… …   Dictionary of Greek

  • προκάνω — Ν [κάνω] 1. προλαβαίνω, προφθάνω («δεν πρόκανα να τελειώσω τη δουλειά μου») 2. καταφθάνω κάποιον προπορευόμενο («άμα βιαστείς λίγο, θα τόν προκάνεις») …   Dictionary of Greek

  • προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»