τελειώνω
91διαγωνίζομαι — (AM διαγωνίζομαι) αμιλλώμενος σε αγώνα προς κάποιον, διεκδικώ τη νίκη αρχ. 1. μάχομαι εναντίον κάποιου 2. αγωνίζομαι σε δίκη 3. αγωνίζομαι με σκοπό να εξασκηθώ 4. αποφασίζω να αγωνιστώ 5. τελειώνω τον αγώνα …
92διανύω — (Α διανύω και διανύτω) [ανύω] 1. περατώνω, τελειώνω, συμπληρώνω 2. κατορθώνω, επιτελώ 3. διαπερνώ, διατρέχω και φθάνω στο τέρμα 4. περνώ, διατρέχω χρονικό διάστημα («διανύει το 35ο έτος τής ηλικίας του») αρχ. σταματώ να κάνω κάτι …
93διαστρατεύομαι — (Α) 1. τελειώνω τη στρατιωτική μου υπηρεσία 2. (η μτχ. αορ. ως ουσ.) ο διαστρατευσάμενος ο απόμαχος, απόστρατος, βετεράνος …
94διαστρατηγώ — διαστρατηγῶ ( έω) (AM) 1. εκτελώ ή αναλαμβάνω χρέη στρατηγού, υπηρετώ ως στρατηγός 2. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, στρατηγήματα, μηχανεύομαι 3. σκέπτομαι πονηρά 4. εξαπατώ με στρατήγημα («διεστρατήγουν τους Ρωμαίους» Πολύβ.) 5. φέρω εις πέρας,… …
95διατελευτώ — διατελευτῶ ( άω) (Α) εκπληρώνω, τελειώνω …
96διεξυφαίνω — (Α) [εξυφαίνω] υφαίνω μέχρι το τέλος, τελειώνω το ύφασμα …
97διεργάζομαι — (Α) 1. τελειώνω ένα έργο 2. καλλιεργώ 3. καταστρέφω, σκοτώνω 4. παθ. καταβάλλομαι, καταπονούμαι …
98διοίχομαι — (Α) [οίχομαι] 1. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω 2. (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, χάνομαι, διαλύομαι 3. λήγω, τελειώνω («ὁ λόγος διοίχεται», «ἡ δίκη διοίχεται») …
99εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …
100εκδειπνώ — ἐκδειπνῶ ( έω) (Α) αποδειπνάω, τελειώνω το δείπνο μου …