τελειώνω

  • 81αποφυτεύω — (Α ἀποφυτεύω) νεοελλ. τελειώνω το φύτεμα αρχ. φυτεύω παραφυάδες …

    Dictionary of Greek

  • 82αποχαράζω — (Α ἀποχαράσσω) νεοελλ. 1. τελειώνω τη χάραξη αρχ. 1. σβήνω, αποξέω επιγραφή από μια στήλη 2. θεραπεύω με εγχάραξη …

    Dictionary of Greek

  • 83αποχερίζω — (Μ ἀποχειρίζω) νεοελλ. τελειώνω μια εργασία, δίνω το τελευταίο χέρι μσν. αποκόπτω χέρι, ακρωτηριάζω …

    Dictionary of Greek

  • 84αποχρωματίζω — 1. τελειώνω το χρωμάτισμα 2. εξαλείφω ή αλλάζω το χρώμα κάποιου πράγματος 3. αποχαρακτηρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 85ασθενώ — (I) (AM ἀσθενῶ, έω) [ασθενής] 1. είμαι ασθενικός, αδύνατος 2. είμαι άρρωστος αρχ. 1. είμαι άπορος 2. (για την ημέρα) γέρνω, τελειώνω («ἠσθένησεν ἡ ἡμέρα εἰς τὴν ἑσπέραν», ΠΔ). (II) ἀσθενῶ ( όω) (Α) [ασθενής] εξασθενώ κάποιον, τον κάνω ανίσχυρο …

    Dictionary of Greek

  • 86ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος …

    Dictionary of Greek

  • 87αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 …

    Dictionary of Greek

  • 88βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …

    Dictionary of Greek

  • 89γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …

    Dictionary of Greek

  • 90γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… …

    Dictionary of Greek