τελειώνω

  • 71αποσπέρνω — (Α ἀποσπείρω) νεοελλ. τελειώνω τη σπορά αρχ. σπέρνω …

    Dictionary of Greek

  • 72αποσφάζω — (AM ἀποσφάζω, Α κ. σφάττω) κόβω τον λαιμό κάποιου, τον σφάζω νεοελλ. τελειώνω το σφάξιμο αρχ. σκοτώνω …

    Dictionary of Greek

  • 73αποσφουγγίζω — (AM ἀποσπογγίζω) καθαρίζω με σφουγγάρι νεοελλ. 1. καθαρίζω κάτι μ ένα κομμάτι πανί 2. τελειώνω το καθάρισμα ή το σφουγγάρισμα …

    Dictionary of Greek

  • 74αποτελευτώ — ἀποτελευτῶ ( άω) (Α) τελειώνω, καταλήγω …

    Dictionary of Greek

  • 75αποτηγανίζω — (AM ἀποτηγανίζω) νεοελλ. τελειώνω το τηγάνισμα αρχ. μσν. ( ομαι) βασανίζομαι φριχτά μσν. στεγνώνω, στερεύω αρχ. τρώω απ το τηγάνι …

    Dictionary of Greek

  • 76αποτινάζω — κ. τινάσσω (AM ἀποτινάσσω) 1. τινάζω, πετώ μακριά κάτι 2. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι ανεπιθύμητο νεοελλ. τελειώνω το τίναγμα (αρχ. μσν) ( ομαι) απομακρύνω από τον εαυτό μου τα άχρηστα …

    Dictionary of Greek

  • 77αποτρίβω — (Α ἀποτρίβω) 1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή 2. καθαρίζω τρίβοντας νεοελλ. 1. τελειώνω το τρίψιμο 2. κάνω εντριβές 3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθη αρχ. Ι. εξαλείφω, εξαφανίζω II. ( ομαι) 1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι 2. αποκρούω, δεν δέχομαι …

    Dictionary of Greek

  • 78αποτρυγώ — (Μ ἀποτρυγῶ, άω) νεοελλ. τελειώνω τον τρύγο μσν. τρυγώ, μαζεύω σταφύλια …

    Dictionary of Greek

  • 79αποφορτώνω — (Μ ἀποφορτώνω) απαλλάσσω από το φορτίο, ξεφορτώνω νεοελλ. τελειώνω το φόρτωμα …

    Dictionary of Greek

  • 80αποφτιάνω — κ. χνω 1. τελειώνω την κατασκευή ή την επεξεργασία 2. καταστρέφω τελείως 3. ( ομαι) στολίζομαι …

    Dictionary of Greek