τελειώνω
61απονέθω — κ. απογνέθω τελειώνω ή συμπληρώνω το γνέσιμο …
62αποξαίνω — (Α ἀποξαίνω) νεοελλ. τελειώνω το ξάσιμο αρχ. ξεσχίζω …
63αποπαύω — ἀποπαύω (Α) 1. παύω, σταματώ να κάνω κάτι 2. εμποδίζω, συγκρατώ κάποιον από κάτι 3. ( ομαι) εγκαταλείπω, αφήνω 4. παύω, τελειώνω …
64αποπεραίνω — ἀποπεραίνω (AM) τελειώνω, συμπληρώνω κάτι …
65αποπερατώνω — (AM ἀποπερατῶ, όω, Μ (κ. περατίζω κ. περαιώ, όω) τελειώνω, αποτελειώνω κάτι που έχει αρχίσει …
66αποπλέκω — (AM ἀποπλέκομαι) νεοελλ. 1. τελειώνω το πλέξιμο 2. ( ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι μσν. ( ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι αρχ. αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι …
67αποπλένω — κ. πλύνω (AM ἀποπλύνω) ξεπλένω για να καθαρίσω κάποιον ή κάτι νεοελλ. τελειώνω το πλύσιμο μσν. νεοελλ. ξεπλένω μσν. σβήνω ξεπλένοντας αρχ. μσν. καθαίρω, εξαγνίζω …
68αποπολεμώ — ἀποπολεμῶ, ( έω) (AM) πολεμώ από (άλογο, όνο κ.λπ.) μσν. τελειώνω τη μάχη, παύω να πολεμώ …
69αποπονώ — ἀποπονῶ ( έω) (Α) τελειώνω μια εργασία …
70αποσκάπτω — κ. σκάβω κ. σκάφτω (AM ἀποσκάπτω) νεοελλ. τελειώνω το σκάψιμο αρχ. μσν. σκάβω αρχ. αποκλείω σκάβοντας τάφρο …