τελειώνω

  • 51αποκρεμώ — ( άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι) Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω νεοελλ. 1. τελειώνω το κρέμασμα 2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο αρχ. φρ. 1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν»… …

    Dictionary of Greek

  • 52αποκυνηγώ — ( άω) 1. τελειώνω το κυνήγι 2. κυνηγώ, καταδιώκω κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 53απολέγω — κ. λέω (AM ἀπολέγω) μσν. νεοελλ. 1. αναιρώ, ανακαλώ αυτά που είπα 2. τελειώνω τον λόγο μου αρχ. Ι. 1. διαλέγω καί παίρνω από ένα σύνολο 2. εκλέγω, επιλέγω 3. επιλέγω για να απορρίψω 4. αρνούμαι, απαγορεύω II. ( ομαι) 1. δεν δέχομαι κάποια… …

    Dictionary of Greek

  • 54απολειτουργώ — ( άω) (Α ἀπολειτουργῶ, έω) (για τον ιερέα) νεοελλ. αποτελειώνω τη θεία λειτουργία αρχ. τελειώνω την υπηρεσία μου …

    Dictionary of Greek

  • 55απολευκαίνω — (Α ἀπολευκαίνω) καθιστώ κάτι εντελώς λευκό νεοελλ. 1. πλένω καλά τα ρούχα 2. τελειώνω τη λεύκανση των ρούχων …

    Dictionary of Greek

  • 56απολούζω — (AM ἀπολούω) νεοελλ. τελειώνω το λούσιμο μσν. καθαρίζω το βρέφος οκτώ μέρες μετά το βάπτισμα αρχ. 1. ξεπλένω 2. καθαρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 57απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …

    Dictionary of Greek

  • 58απομάχομαι — ἀπομάχομαι (AM) 1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου μσν. προσπαθώ, επιχειρώ με βία αρχ. 1. μάχομαι απελπισμένα 2. αντικρούω, δεν παραδέχομαι 3. τελειώνω τη μάχη 4. αποκρούω, απωθώ στη μάχη …

    Dictionary of Greek

  • 59απομαζώνω — (Μ ἀπομαζώνω) Ι. τελειώνω το μάζεμα II. ( ομαι) 1. συγκεντρώνομαι 2. μαζεύομαι στο σπίτι μου, συμμαζεύομαι …

    Dictionary of Greek

  • 60απομετρώ — ( άω) (Α ἀπομετρῶ, έω) νεοελλ. τελειώνω το μέτρημα αρχ. 1. μετρώ ακριβώς 2. μετρώ και διανέμω …

    Dictionary of Greek