τελειώνω
41αποδένω — κ. αμποδένω (Μ ἀποδένω) με μαγικές πράξεις προσπαθώ να κάνω κάποιον σεξουαλικά ανίκανο νεοελλ. τελειώνω το δέσιμο …
42αποδέρνω — (Μ ἀποδέρνω) 1. δέρνω πολύ 2. τελειώνω τον δαρμό μσν. 1. βασανίζω, τιμωρώ 2. χτυπώ, καταθάλλω …
43αποδειπνώ — (AM ἀποδειπνῶ, έω) τελειώνω το δείπνο μου …
44αποθερίζω — (AM ἀποθερίζω) νεοελλ. ολοκληρώνω, τελειώνω το θέρισμα μσν. (αόρ. ἀπέθριξα, μέσ. ἀποθρίξασθαι κουρεύω σύρριζα, κείρω μοναχό, κουρεύω για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα (αρχ) 1. αποκόπτω 2. θερίζω, σκοτώνω …
45αποκαθαρίζω — (Α ἀποκαθαρίζω) νεοελλ. 1. καθαρίζω εντελώς κάτι, τελειώνω το καθάρισμα 2. ξεπλένω 3. διακρίνω, δεν συγχέω τα πράγματα αρχ. εξαγνίζω …
46αποκεντώ — ( άω) (Α ἀποκεντῶ, έω) νεοελλ. τελειώνω το κέντημα αρχ. διατρυπώ …
47αποκλαδεύω — (Α ἀποκλαδεύω) τελειώνω το κλάδεμα αρχ. κόβω εντελώς τα κλαδιά …
48αποκλώθω — 1. τελειώνω το κλώσιμο, παύω να κλώθω 2. κλώθω …
49αποκοσκινίζω — 1. τελειώνω το κοσκίνισμα 2. εξετάζω λεπτομερώς …
50αποκρίνω — (I) βλ. αποκρίνομαι. (II) (Μ ἀποκρίνω) τελειώνω την κρίση, αποφασίζω οριστικά …