τελειώνω

  • 31άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 32έξειμι — (I) ἔξειμι (AM) [είμι] φεύγω, αναχωρώ αρχ. 1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.) 2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.) 3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.) 4. βαδίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 33έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 34αβγαταίνω — και τάω και τίζω (Ι) (αμετάβ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω 2. προοδεύω, προκόβω (II) (μτβ.) 1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω …

    Dictionary of Greek

  • 35ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… …

    Dictionary of Greek

  • 36αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 37απέρδω — ἀπέρδω (Α) [έρδω] φέρω σε πέρας, τελειώνω …

    Dictionary of Greek

  • 38απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… …

    Dictionary of Greek

  • 39απαλωνίζω — κ. νεύω τελειώνω το αλώνισμα …

    Dictionary of Greek

  • 40απογεύομαι — (AM ἀπογεύομαι, Α. κ. γεύω) μσν. νεοελλ. τελειώνω το γεύμα μου μσν. παίρνω τροφή αρχ. 1. δοκιμάζω κάτι 2. δίνω σε κάποιον ελάχιστη ποσότητα τροφής, μόλις να δοκιμάσει …

    Dictionary of Greek