τελειώνω
121κατάνομαι — (Α) ξοδεύομαι ή καταδαπανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄνομαι (παθ. τ. τού ἄνω [Ι] «τελειώνω»)] …
122κατακλείω — (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω) 1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.) 2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας...… …
123καταλήγω — (AM καταλήγω) 1. τελειώνω σε κάποιο σημείο, φθάνω, απολήγω 2. τερματίζω, παύω νεοελλ. 1. μτφ. αποβαίνω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ 2. φθάνω σε συμπέρασμα 3. (το γ εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) κατέληξε να το αποτέλεσμα ήταν να...… …
124καταλύω — (AM καταλύω) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω 3. τρώγω κατ εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη νεοελλ. 1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση 2 …
125καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… …
126καταπαύω — (AM καταπαύω, Α και ποιητ. τ. καππαύω) 1. παύω κάτι εντελώς, τερματίζω οριστικά, προκαλώ τον τελειωτικό τερματισμό, το σταμάτημα 2. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω, γαληνεύω, καταπραύνω («κατέπαυσε τους πόνους») 3. (αμτβ.) ειρηνεύω, ησυχάζω 4. (αμτβ.) …
127καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… …
128κατατελευτώ — κατατελευτῶ, άω (Α) καταλήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τελευτῶ «τελειώνω»] …