τελειώνω
111εξαναβαίνω — ἐξαναβαίνω (Α) ανεβαίνω από κάποιο τόπο σε άλλον που βρίσκεται ψηλότερα ή πιο μεσόγεια, τελειώνω την ανάβαση …
112εξοικοδομώ — ἐξοικοδομῶ, έω (Α) 1. τελειώνω, ολοκληρώνω την οικοδόμηση 2. γκρεμίζω τμήμα οικοδομής ή τείχους 3. φρ. «ἐξοικοδομῶ τὸν κρημνόν» κατασκευάζω δρόμο δίπλα στον γκρεμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικο δομώ (< οικοδόμος)] …
113εξυφαίνω — (AM ἐξυφαίνω) μσν. νεοελλ. ξηλώνω αυτό που ύφανα νεοελλ. μηχανεύομαι, μηχανορραφώ («εξυφαίνω συνωμοσία») αρχ. 1. ολοκληρώνω την ύφανση 2. αποπερατώνω, τελειώνω («ἐξύφαινε... φόρμιγξ μέλος πεφιλημένον», Πίνδ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι …
114επαναγνώθω — ἐπαναγνώθω (Μ) τελειώνω την ανάγνωση …
115επανύω — ἐπανύω (Α) 1. φέρω σε πέρας, τελειώνω, εκτελώ, κατορθώνω («οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον», Ησίοδ.) 2. μέσ. ἐπανύομαι παρέχω, προσφέρω («ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι μελέω χάριν ἠνύσω», αντί «ἐπηνύσω μοι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
116επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… …
117επικατάγω — ἐπικατάγω (Α) 1. παθ. ἐπικατάγομαι (για πλοίο ή ναυτικούς) προσορμίζομαι κατόπιν ή μαζί με άλλο («ἕως πᾱσαι αἱ νῆες έπικατήχθησαν», Θουκ.) 2. τελειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ άγω «οδηγώ το πλοίο προς το λιμάνι»] …
118επιλήγω — ἐπιλήγω (Α) τελειώνω σε κάτι …
119καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό …
120καρδιοσωμός — ο συντριβή τής καρδιάς, στενοχώρια, μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σωμός (< σώνω «τελειώνω»), πρβλ. απο σωμός] …