τελειώνω

  • 101εκμορφώ — ἐκμορφῶ ( όω) (Α) 1. δίνω μορφή, παριστάνω 2. συμπληρώνω τη μορφή, τελειώνω …

    Dictionary of Greek

  • 102εκπίμπλημι — ἐκπίμπλημι (Α) 1. γεμίζω εντελώς («κρατῆρα ἐξέπληξεν», Ευρ.) 2. χορταίνω 3. εκπληρώνω («Πολυκράτης μὲν νῡν ἐξέπλησε μοῑραν τὴν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 4. αποτίνω 5. συμπληρώνω, τελειώνω …

    Dictionary of Greek

  • 103εκπεραίνω — ἐκπεραίνω (AM) πραγματοποιώ, επαληθεύω αρχ. 1. τελειώνω 2. (για έργο) συντελούμαι …

    Dictionary of Greek

  • 104εκπληρώνω — και εκπληρώ ( όω) (AM ἐκπληρῶ, όω Μ και ἐκπληρώνω) 1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε) 2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν… …

    Dictionary of Greek

  • 105εκπνέω — (AM ἐκπνέω, Α και ἐκπνείω) 1. (για έμβια) βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα 2. παραδίδω το πνεύμα μου, πεθαίνω νεοελλ. (για χρόνο) εξαντλούμαι, τελειώνω αρχ. 1. (για τον εισπνεόμενο αέρα) βγαίνω έξω πνέοντας 2. φυσώ σαν πνοή 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 106εκτελευτώ — ἐκτελευτῶ ( άω) (Α) 1. φέρω εντελώς εις πέρας, αποτελειώνω 2. (αμτβ.) τελειώνω, παίρνω τέλος 3. το παθ. ἐκτελευτῶμαι λήγω, σταματώ, παίρνω τέλος …

    Dictionary of Greek

  • 107εκφοιτώ — ἐκφοιτῶ ( άω), ιων. τ. ἐκφοιτέω (Α) 1. βγαίνω συνεχώς, συνηθίζω να βγαίνω έξω 2. γεν. βγαίνω έξω, εξέρχομαι 3. τελειώνω τις σπουδές μου, αποφοιτώ 4. (για πράγμ.) κοινολογούμαι, διαδίδομαι 5. καταντώ, καταλήγω …

    Dictionary of Greek

  • 108εμπερατώ — ἐμπερατῶ ( όω) (Α) περατώνω, τελειώνω …

    Dictionary of Greek

  • 109εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… …

    Dictionary of Greek

  • 110εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… …

    Dictionary of Greek