τελειώνω
11πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …
12τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …
13ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …
14αποδιαβάζω — (Μ ἀποδιαβάζω) 1. τελειώνω το διάβασμα, την ανάγνωση κειμένου 2. απομακρύνω κάποιον με εύσχημο τρόπο νεοελλ. τελειώνω τη μελέτη, την προετοιμασία στα μαθήματα μσν. 1. αποδιώχνω απ τη σκέψη, αποξεχνώ 2. αναβάλλω, ξανασκέφτομαι …
15αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… …
16αποστρώνω — (Μ ἀποστρώνω, Α στρώννυμι) αφαιρώ τη σέλα ή το σαμάρι από το ζώο νεοελλ. 1. σηκώνω τα στρώματα 2. τελειώνω το στρώσιμο 3. τελειώνω το συγύρισμα του σπιτιού αρχ. στρώνω το δάπεδο με πλάκες …
17αποχαρακώνω — (Α ἀποχαρακῶ, όω) νεοελλ. 1. τελειώνω το χαράκωμα, τη χάραξη γραμμών 2. τελειώνω το χαράκωμα των κλημάτων αρχ. οχυρώνω με χαράκωμα …
18καταπεραιώ — καταπεραιῶ, όω (Μ) τελειώνω, καταλήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περαιῶ «τελειώνω»] …
19καταπλέκω — (Α) (επιτ. τ. τού πλέκω) 1. πλέκω εντελώς, εμπλέκω, συμπλέκω 2. συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω 3. (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ άλλη ερμ., πλαταίνω 4. (με δοτ. πράγμ.) περιπλέκω κάποιον σε κάτι κακό ή δυσάρεστο, τόν μπερδεύω κάπου 5. παρεμβάλλομαι …
20λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… …