τελα-μών

  • 1τελαμώνας — ο / τελαμών, ῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α 1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.) 2. ως κύριο όν. Τελαμών α) γιος τού Αμακού και …

    Dictionary of Greek

  • 2πλαταμώνας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Νέστου, του νομού Καβάλας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται στο δήμο Ανατολικού Ολύμπου. Το φρούριο του… …

    Dictionary of Greek