τελαμῶνα

  • 1Τελαμῶνα — Τελαμών broad strap masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τελαμῶνα — τελαμών broad strap masc/fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ευρυσάκης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Αίαντα του Τελαμώνα και της Τέκμησσας. Γεννήθηκε στο στρατόπεδο της Τροίας. Πριν αυτοκτονήσει ο Αίας, έδωσε το μικρό παιδί στον αδελφό του, Τεύκρο, για να το μεγαλώσει. Μετά την άλωση της Τροίας, ο Τεύκρος έφτασε …

    Dictionary of Greek

  • 4Αιακός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αίγινας, γιος του Δία και της Αίγινας, μιας από τις είκοσι κόρες του αργολικού ποταμού Ασωπού. Ο Δίας είχε αγαπήσει την κόρη του Ασωπού και, αφού μεταμορφώθηκε σε αετό, την άρπαξε και την πήγε στο ερημονήσι του… …

    Dictionary of Greek

  • 5Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού …

    Dictionary of Greek

  • 6Τεύκρος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της περιοχής της Τροίας, γιος του ποτάμιου θεού Σκάμανδρου και της νύμφης Ισαίας. Από αυτόν ονόμαζαν τους Τρώες και Τευκρούς. 2. Γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης, ετεροθαλής του… …

    Dictionary of Greek

  • 7Ωρίων — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150… …

    Dictionary of Greek

  • 8ακταίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη, ήταν πατέρας του Τελαμώνα και φίλος του Πηλέα. 2. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής. Η κόρη του Άγραυλος παντρεύτηκε τον Κέκροπα, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο… …

    Dictionary of Greek

  • 9ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …

    Dictionary of Greek

  • 10επαγκυλωτός — ἐπαγκυλωτός, όν (Α) αυτός που φέρει τελαμώνα, ιμάντα, λουρί από το οποίο κρέμεται …

    Dictionary of Greek