τεκ
1τεκ — το, Ν βλ. τηκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογ. teca (< tekku, λ. τής περιοχής Μαλαμπάρ τής νοτιοδυτικής Ινδίας)] …
2τέκ' — τέκε , τίκτω bring into the world aor imperat act 2nd sg τέκε , τίκτω bring into the world aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… …
4εύτοκος — η, ο (Α εὔτοκος, ον) (για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη αρχ. 1. γόνιμος σε τέκνα 2. αυτός που βοηθά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόκος (< τίκτω) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ τού θ. τεκ (πρβλ. αόρ. β… …
5τέκος — τὸ, Α 1. τέκνο, παιδί («Διὸς τέκος», Ομ. Ιλ.) 2. (σε φιλικές προσφωνήσεις προς νεώτερους) παιδί μου («ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος», Αισχύλ.) 3. νεογνό ζώου («τέκος ἐλάφοιο», Ομ. Ιλ.) 4. μτφ. γέννημα, δημιούργημα («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.)· …
6τέξις — εως, ἡ, Α γέννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τεκ τού τίκτω* (πρβλ. τέκος, τέκ νο) + κατάλ. σις] …
7Papyrus 6 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 6 …
8Themis — Thémis Pour les articles homonymes, voir Thémis (homonymie). Statue de Thémis trouvée à Rhamnonte en Attique, dans le petit temple de Némésis, v.  …
9Themis (mythologie) — Thémis Pour les articles homonymes, voir Thémis (homonymie). Statue de Thémis trouvée à Rhamnonte en Attique, dans le petit temple de Némésis, v.  …
10Thémis — Pour les articles homonymes, voir Thémis (homonymie). Statue de Thémis trouvée à Rhamnonte en Attique, dans le petit temple de Némésis, v. 300 av. J. C., Mus …
- 1
- 2