τεκτοσύνῃ
1τεκτοσύνη — the art of a joiner fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2τεκτοσύνῃ — τεκτοσύνη the art of a joiner fem dat sg (attic epic ionic) …
3τεκτοσύνη — ἡ, Α [τέκτων, ονος] 1. η τέχνη τού τέκτονα, τού μαραγκού 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα («τεκτοσύνη ἐπέων», Παλ. Ανθ.) …
4τεκτοσύνην — τεκτοσύνη the art of a joiner fem acc sg (attic epic ionic) …
5τεκτοσύνης — τεκτοσύνη the art of a joiner fem gen sg (attic epic ionic) …
6τεκτοσύνας — τεκτοσύνᾱς , τεκτοσύνη the art of a joiner fem acc pl τεκτοσύνᾱς , τεκτοσύνη the art of a joiner fem gen sg (doric aeolic) …
7-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …
8ξυλοδωνίη — και δ. γρφ. ξυλοδομίη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + δέμω / δωμῶ] …
9ՀԻՒՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0103 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c գ. τεκτονική fabrilis ars τεκτονία, τεκτοσύνη structura. Արհեստ եւ գործ հիւսան. հիւսնականն. հիւսնելն. *Զհիւսնութիւն փայտից գործել ըստ ամենայն գործոյ. Ել. ՟Լ՟Ա. 5: *Որպէս հիւսնութիւն,… …
10τεκτοσυνάων — τεκτοσυνά̱ων , τεκτοσύνη the art of a joiner fem gen pl (epic aeolic) …