τεκμαίρομαι
91τεκμηριώνω — τεκμηριῶ, όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῡμαι, όομαι, ΜΑ [τεκμήριον] αποδεικνύω με τεκμήρια, στηρίζω άποψη σε τεκμήριο (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῑ δὲ μάλιστα Ὅμηρος», Θουκ.) νεοελλ. (το γ εν. πρόσ. ενεστ.)… …
92υποτεκμαίρομαι — Α κάνω εικασίες για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τεκμαίρομαι «εικάζω, συμπεραίνω»] …
93κατατεκμαίρεσθαι — κατά τεκμαίρομαι assign pres inf mp …
94κατατεκμήρασθαι — κατά τεκμαίρομαι assign aor inf mid …
95κατετεκμήραντο — κατά τεκμαίρομαι assign aor ind mid 3rd pl …
96προστεκμαίρεσθαι — πρόσ τεκμαίρομαι assign pres inf mp …
97προτεκμαίρεσθαι — πρό τεκμαίρομαι assign pres inf mp …
98ἀπετεκμαίροντο — ἀπό τεκμαίρομαι assign imperf ind mp 3rd pl …
99ἐπιτεκμήραιο — ἐπί τεκμαίρομαι assign aor opt mid 2nd sg …
100ὑποτεκμαίρεσθαι — ὑπό τεκμαίρομαι assign pres inf mp …