τεγέα
1Τεγέα — Τεγέᾱ , Τεγέα of fem nom/voc/acc dual Τεγέᾱ , Τεγέα of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …
3Τεγέᾳ — Τεγέαι , Τεγέα of fem nom/voc pl Τεγέᾱͅ , Τεγέα of fem dat sg (attic doric aeolic) …
4Τεγέα — Sp Tegėja Ap Τεγέα/Tegea L ist. mst. P Graikijoje …
5τέγεα — τέγεος at neut nom/voc/acc pl τέγος roof neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
6Τεγέας — Τεγέᾱς , Τεγέα of fem acc pl Τεγέᾱς , Τεγέα of fem gen sg (attic doric aeolic) …
7Tegea — Τεγέα Tegea …
8Τεγεατικόν — Τεγεᾱτικόν , Τεγεατικός of masc acc sg Τεγεᾱτικόν , Τεγεατικός of neut nom/voc/acc sg …
9Τεγεάτας — Τεγεά̱τᾱς , Τεγεάτης of masc acc pl Τεγεά̱τᾱς , Τεγεάτης of masc nom sg (epic doric aeolic) …
10Τεγέαν — Τεγέᾱν , Τεγέα of fem acc sg (attic doric aeolic) …