τεγκτός
1τεγκτός — ή, ό / τεγκτός, ή, όν, ΝΑ [τέγγω] νεοελλ. μτφ. μαλακός, υποχωρητικός, ελαστικός αρχ. 1. αυτός που μαλακώνει όταν βραχεί 2. (κατά τον Ησύχ.) «τεγκτούς χρηστούς» …
2τεγκτά — τεγκτός capable of being softened in water neut nom/voc/acc pl τεγκτά̱ , τεγκτός capable of being softened in water fem nom/voc/acc dual τεγκτά̱ , τεγκτός capable of being softened in water fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3τεγκτῶν — τεγκτός capable of being softened in water fem gen pl τεγκτός capable of being softened in water masc/neut gen pl …
4τεγκτόν — τεγκτός capable of being softened in water masc acc sg τεγκτός capable of being softened in water neut nom/voc/acc sg …
5τεγκτοῦ — τεγκτός capable of being softened in water masc/neut gen sg …
6τεγκτούς — τεγκτός capable of being softened in water masc acc pl …
7άτεγκτος — η, ο (AM ἄτεγκτος, ον) (για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος νεοελλ. ανεπηρέαστος αρχ. αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»] …
8οφθαλμότεγκτος — ὀφθαλμότεγκτος, ον (Α) αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)] …