τεγεᾶτις
1Τεγεᾶτις — of fem nom sg …
2Τεγεάτις — άτιδος, ἡ, Α βλ. Τεγεάτης [Ι] …
3Тегеатида — (Τεγεάτις) в древности юго вост. область древней Аркадии, граничившая на востоке с Арголидой и Кинурией, на юге с Лаконией, на западе с Аркадскою областью Меналией, на севере с Мантинеей. Сев. зап. часть Т. представляла собой равнину; на юго… …
4Τεγεᾶτιν — Τεγεᾶτις of fem acc sg …
5Τεγεάτης — Επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Τεγέας. Ήταν γιος του Λυκάονα και σύζυγος της κόρης του Άτλαντα Μαίρας. Ως γιοι του αναφέρονται οι Σκέφρος, Χειμών, Κύδων, Aρχήδιος και Γόρτυς. Άγαλμά του υπήρχε στην αγορά της Τεγέας. * * * (I) ο, ΝΑ, θηλ.… …
6Тегеатида — (греч. Τεγεάτις) в древности юго восточная область древней Аркадии, граничившая на востоке с Арголидой и Кинурией, на юге с Лаконией, на западе с Аркадской областью Меналией, на севере с Мантинеей. Северо западная часть Тегеатиды представляла… …
7Κεδρεάτις — Κεδρεᾱτις, ἡ (Α) τίτλος τής Αρτέμιδος στον Ορχομενό τής Αρκαδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + επίθημα εᾱτις κατά τα επίθ. όπως το Τεγεᾶτις)] …
8ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές …
9Τεγεάτιδι — Τεγεά̱τιδι , Τεγεᾶτις of fem dat sg …
10Τεγεάτιδος — Τεγεά̱τιδος , Τεγεᾶτις of fem gen sg …