τα παρασκήνια
1παρασκήνια — neut nom/voc/acc pl παρασκήνιον side scene neut nom/voc/acc pl …
2Παρασκήνια — Δεκαπενθήμερο θεατρικό περιοδικό. Ιδρύθηκε από τον Ν. Παρασκευά το 1924 και εκδιδόταν στην Αθήνα μέχρι το 1928 …
3ПАРАСКИНИЯ — • Παρασκήνια, см. Theatrum, Театр, 8 …
4παρασκηνίοις — παρασκήνια neut dat pl παρασκήνιον side scene neut dat pl παρασκηνάω pitch one s tent beside pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) παρασκηνάω pitch one s tent beside pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) παρασκηνέω pitch one s tent beside pres… …
5Crime dans les coulisses — Données clés Titre original Έγκλημα στα παρασκήνια (Églimia sta paraskinia) Réalisation Dinos Katsouridis Scénario Giannis Maris Sociétés de production …
6Christos Tsaganeas — Hristos Tsaganeas Χρήστος Τσαγανέας Born July 2, 1906 Brăila …
7παρασκήνιο — το / παρασκήνιον, ΝΑ θεατρ. ο δίπλα από τη σκηνή τού θεάτρου χώρος νεοελλ. 1. καθένα από τα ορθογώνια πλαίσια πάνω στα οποία εκτείνονται τα σκηνογραφήματα, δεξιά και αριστερά τής σκηνής και τα οποία κρύβουν από τους θεατές το εσωτερικό της, αλλ.… …
8παρασκηνιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα παρασκήνια τού θεάτρου, ο τών παρασκηνίων 2. μτφ. αυτός που γίνεται στα κρυφά, όχι δημόσια ή με επίσημο τρόπο («παρασκηνιακές ενέργειες»). επίρρ... παρασκηνιακώς και ά με παρασκηνιακό τρόπο, από τα… …
9παρασκήνιο — το συνηθέστ. πληθ. παρασκήνια 1. οι πίσω από τη σκηνή του θεάτρου χώροι. 2. μτφ., οι μακριά από τη δημοσιότητα πολιτικές ή άλλες δραστηριότητες: Τα παρασκήνια της πολιτικής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10Театр* — I. Театр у греков и римлян (θέατρον) как особое сооружение, приспособленное для драматических представлений, получил правильное устройство впервые у древних греков; в существенных чертах он послужил образцом для римского театра; многие… …