τα καταφέρνει
1καταφέρνω — 1. φέρω κάτι εις πέρας, κατορθώνω, επιτυγχάνω («δεν τά καταφέρνει στο μαγείρεμα») 2. πείθω, κάνω κάποιον να πεισθεί («τόν κατάφερε να τού γράψει την περιουσία» 3. καταβάλλω, υπερισχύω, ξεπερνώ, υπερνικώ κάποιον («ο μικρός καταφέρνει τον μεγάλο… …
2Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …
3Αμφιπρίων — (amphiprion). Γένος περκόμορφων ψαριών της οικογένειας των πομακεντριδών. Είναι γνωστά περίπου 12 είδη που ζουν στις θάλασσες του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού. Ονομάζονται επίσης και ψάρια ανεμώνες, γιατί συμβιούν με τις θαλάσσιες ανεμώνες.… …
4αλτικός — ή, ό (Α ἁλτικός, ή, όν) [ἅλλομαι] νεοελλ. ο σχετικός με το άλμα αρχ. 1. αυτός που τά καταφέρνει στο άλμα, ο ικανός στο άλμα 2. «ἁλτικὰ μόρια», τα μέλη που κινητοποιούνται κατά το άλμα 3. «ἁλτικὴ ὄρχησις», για τον χορό τών Σαλίων ιερέων …
5γκέμι — το (συνήθως πληθ.) τα γκέμια Ι. ηνία, χαλινάρια II. φρ. 1. «βαστάω καλά τα γκέμια» διευθύνω καλά, επιβάλλομαι απόλυτα 2. βάνει τού ψύλλου τα γκέμια» καταφέρνει τα πάντα, καλλιγώνει τον ψύλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gem] …
6επιπλέω — (Α ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) [πλέω] 1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.) 2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ… …
7ηπεροπευτής — ἠπεροπευτής, ό (Α) αυτός που πλανεύει, που ξεμυαλίζει τις γυναίκες και τίς καταφέρνει να συνάψουν μαζί του ερωτικό δεσμό («γυναιμανές, ἠπεροπευτά» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπεροπεύω. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην κλητική ηπεροπευτά] …
8καταπιαστής — ο [καταπιάνομαι] αυτός που επιχειρεί κάτι με επιτυχία, που πάντα καταφέρνει αυτό με το οποίο ασχολείται, ο καταφερτζής …
9κερατούκλης — ο έκφραση με θωπευτική σημασία («είδες ο κερατούκλης πώς τά καταφέρνει με τα μαθήματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος. Η κατάλ. ούκλης είναι πιθ. αρσ. τής μεγεθ. κατάλ. ούκλα (πρβλ. χερ ούκλα) < λατ. uc (u)la] …
10κουτσοδουλειά — η ασήμαντη δουλειά με την οποία ίσα ίσα καταφέρνει να εξοικονομεί κάποιος τα απαραίτητα για τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + δουλειά] …