τα κάνω
1κάνω — κάνω, έκανα και έκαμα, καμωμένος βλ. πίν. 164 (και ως απρόσ. κάνει) …
2κάνω — και κάμνω έκανα και έκαμα, καμώθηκα, καμωμένος και κανωμένος, η, ο,1. εκτελώ, φτιάνω, κατασκευάζω: Έκανε καλό σπίτι. 2. προβαίνω σε κάτι, διαπράττω: Να κάνεις το καθήκον σου. 3. προσποιούμαι: Μη μας κάνεις τον ανήξερο. 4. αξίζω, κοστίζω: Πόσο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …
4κανῷ — κάνεον basket of reed neut dat sg (attic epic doric) …
5κἄνω — ἄνω , ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω , ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …
6κάνω — κάνεον basket of reed neut nom/voc/acc dual (attic) καίνω kill aor subj act 1st sg …
7κομπλιμεντάρω — κάνω κομπλιμέντα, κάνω φιλοφρονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentare < complimento] …
8αδικοπαντρεύομαι — κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + παντρεύομαι] …
9αδρανοποιώ — κάνω κάποιον (ή κάτι) αδρανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρανής + ποιώ] …
10αιμοπτυστώ — κάνω αιμόπτυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αιμόπτυστος < αίμα + πτύω] …