τα ιαματικά νερά

  • 1Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 2σπα — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… …

    Dictionary of Greek

  • 3κυανοβακτήρια ή κυανοφύκη — Μεγάλη ετερογενής ομάδα προκαρυωτικών φωτοσυνθετικών οργανισμών. Τα κ. είχαν αρχικά ταξινομηθεί μαζί με τα φύκη, επειδή ο φωτοσυνθετικός τους μηχανισμός είναι παρόμοιος με αυτόν των χλωροπλαστών των φυκών και των ανωτέρων φυτών· ωστόσο, πλέον,… …

    Dictionary of Greek

  • 4μοφέττα — η 1. (μεταλλευτ.) έκλυση δηλη τηριώδους ή ασφυκτικού δύσοσμου αερίου στις υπόγειες εργασίες τών μεταλλείων, όπως είναι το υδρόθειο και το μεθάνιο 2. γεωλ. α) φουμαρόλη, ηφαιστειακή έκλυση αερίων η οποία έχει θερμοκρασία χαμηλότερη τού σημείου… …

    Dictionary of Greek

  • 5ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… …

    Dictionary of Greek

  • 6υδρολογία — Επιστήμη που μελετά τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των νερών, την κατανομή τους πάνω στη Γη, τη σχέση τους με το περιβάλλον και όλες τις φάσεις του «κύκλου» τους. Η υ. αναπτύχθηκε πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια και έχει εξαιρετικά και ωφέλιμα… …

    Dictionary of Greek

  • 7υδρομεταλλικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μεταλλικά ή ιαματικά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μεταλλικός] …

    Dictionary of Greek

  • 8Κορινθίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.289 τ. χλμ., 154.624 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Ο ν.Κ. εκτείνεται στη βορειανατολική Πελοπόννησο και καταλαμβάνει μικρό τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει Δ με τον νομό Αχαΐας, Ν με τους νομούς Αρκαδίας και… …

    Dictionary of Greek

  • 9Στζολνόκ — Πόλη της Ουγγαρίας πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, 90 χλμ. ΝΑ της Βουδαπέστης στη συμβολή των ποταμών Ζάγκιβα και Τίμπισκο (78.000 κάτ.). Η πόλη έχει αναπτυγμένο εμπόριο γεωργικών χημικών προϊόντων, υφασμάτων, τροφίμων μηχανημάτων, χαρτιού,… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …

    Dictionary of Greek