τα εργαλεία παραγωγής

  • 41Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 42Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 43άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …

    Dictionary of Greek

  • 44ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 45προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… …

    Dictionary of Greek

  • 46Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …

    Dictionary of Greek

  • 47Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού …

    Dictionary of Greek

  • 48Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… …

    Dictionary of Greek

  • 49Μουσείο, Αρχαιολογικό Ρεθύμνου — H ιστορία της πρώτης αρχαιολογικής συλλογής του Pεθύμνου ξεκίνησε το 1888, με πρωτοβουλία του Eλληνικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Pεθύμνης. Mέχρι το 1990 το μουσείο στεγαζόταν στη Λότζια, στο κέντρο της παλιάς πόλης. Tότε η συλλογή μεταφέρθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 50εμπορευματολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εμπορευμάτων, της ιστορίας τους, της προέλευσης, των φυσικών και χημικών τους χαρακτηριστικών, των ιδιοτήτων, των εφαρμογών και της παραγωγής τους. Στην πραγματικότητα η ε. αποτελεί σύνθεση πολλών… …

    Dictionary of Greek