τα απαραίτητα μέσα

  • 81Αμέντι και Αμένθης — Στην αιγυπτιακή μυθολογία ήταν η χώρα της Δύσης, ο τόπος όπου κατέληγαν οι νεκροί. Για να ξαναζήσει ο νεκρός, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διατηρούσαν τη μούμια μέσα στον τάφο, πιστεύοντας ότι γίνεται επιφοίτηση του διπλού (Κα = ακριβές ομοίωμα του… …

    Dictionary of Greek

  • 82Βολτέρος — (François Marie Arouet de Voltaire, Παρίσι 1694 – 1778). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Φρανσουά Μαρί Αρουέ ντε Βολτέρ. Ο Β. υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Λαμπρός μαχητής του λόγου, έγραψε… …

    Dictionary of Greek

  • 83διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να …

    Dictionary of Greek

  • 84Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …

    Dictionary of Greek

  • 85ζωοοικολογία — Συνοπτική ονομασία των γενικών αρχών που κυβερνούν το περιβάλλον και ειδικότερα των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζωικό βασίλειο. Άλλωστε, τα ζώα αντιπροσωπεύονται από περισσότερα από ένα εκατομμύριο είδη, ενώ τα φυτά… …

    Dictionary of Greek

  • 86ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… …

    Dictionary of Greek

  • 87Καφίρ — (Kaffir). Αρχαίος λαός του Αφγανιστάν. Με την ονομασία αυτή, η οποία στην αραβική γλώσσα σημαίνει τους άπιστους, αποκαλούνταν από τους γειτονικούς μουσουλμανικούς λαούς οι κάτοικοι του Καφιριστάν, της σημερινής αφγανικής περιοχής του Νουρεστάν.… …

    Dictionary of Greek

  • 88λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… …

    Dictionary of Greek

  • 89Μπέργκμαν, Ίνγκμαρ — (Ingmar Bergman, Ουψάλα 1918 –). Σουηδός συγγραφέας και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος πάστορα, ο μέγιστος των σύγχρονων Σουηδών σκηνοθετών, δεν έπαψε ποτέ να βασανίζεται από θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα· τα τολμηρότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 90Ο’ Νιλ, Ευγένιος — (Eugene Gladstone O’Neill, Νέα Υόρκη 1888 – Βοστόνη 1953). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1936. Πατέρας του ήταν ο γνωστός, ιρλανδικής καταγωγής Αμερικανός ηθοποιός Τζαίημς O’ Νιλ (περίφημος ιδίως για τις αναρίθμητες… …

    Dictionary of Greek