τα έξοδα

  • 91εμπόρευμα — και εμπόρεμα, το (AM εμπόρευμα) κάθε φυσικό ή τεχνητό προϊόν για το οποίο γίνεται αγοραπωλησία, εμπορεύσιμο είδος, πραμάτεια («ελεύθερο εμπόρευμα» αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς) …

    Dictionary of Greek

  • 92εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 93εντάφιος — α, ο (AM ἐντάφιος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά», Σολωμός) 2. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τάφο («κατά τα εντάφια χόρτα», Σολωμός) αρχ. μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντάφιον σάβανο («ὡς …

    Dictionary of Greek

  • 94εξοδία — και εξοδιά, η (AM ἐξοδία) [έξοδος] έξοδος, πέρασμα («τῆς ἐξοδίας ὑμῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου», ΠΔ) νεοελλ. 1. έξοδα 2. δαπάνες, θυσίες …

    Dictionary of Greek

  • 95εξοδεύω — και ξοδεύω (AM ἐξοδεύω) [έξοδος] μσν. νεοελλ. δαπανώ, καταναλώνω νεοελλ. 1. διαθέτω το εμπόρευμά μου σε αγοραστές 2. υποβάλλω άλλον σε έξοδα αρχ. μσν. 1. βγαίνω και πορεύομαι κάπου 2. αναχωρώ, φεύγω 3. εκστρατεύω 4. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 96εξώτυπος — ἐξώτυπος, ον (Μ) 1. έκτακτος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξώτυπα τα έκτακτα έξοδα …

    Dictionary of Greek

  • 97επιβαρύνω — (AM ἐπιβαρύνω) [βαρύνω] πιέζω με πρόσθετο βάρος νεοελλ. 1. επιβάλλω ενοχλητική υποχρέωση ή δέσμευση («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα») 2. (για κατάσταση) καταπιέζω («η νέα φορολογία επιβαρύνει τόν λαό») 3. επιδεινώνω, χειροτερεύω («με την… …

    Dictionary of Greek

  • 98επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …

    Dictionary of Greek

  • 99εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …

    Dictionary of Greek

  • 100εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… …

    Dictionary of Greek