τα έξοδα

  • 81διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 82δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… …

    Dictionary of Greek

  • 83διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …

    Dictionary of Greek

  • 84δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… …

    Dictionary of Greek

  • 85εισοδοέξοδος — εἰσοδοέξοδος, η (Μ) 1. είσοδος και έξοδος 2. έσοδα και έξοδα …

    Dictionary of Greek

  • 86εκέχειρον — ἐκέχειρον και ἐκεχείριον, το (Α) 1. τα έξοδα τού ταξιδιού τών θεωρών ή τών κηρύκων που ανάγγελλαν την ιερή εκεχειρία 2. αργύριο …

    Dictionary of Greek

  • 87εκδοτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκδότη ή στην έκδοση («εκδοτικά [έξοδα]» το αναγκαίο ποσό για την έκδοση εντύπου) 2. αυτός που ασχολείται ή αναλαμβάνει εκδόσεις («εκδοτικός οίκος») 3. φρ. «εκδοτικές τράπεζες» τράπεζες που αναλαμβάνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 88εκτελωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκτελωνισμό, στην εκτελώνιση («εκτελωνιστικές εργασίες») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκτελωνιστικά τα έξοδα για την εκτελώνιση και ειδικά η αμοιβή τού εκτελωνιστή …

    Dictionary of Greek

  • 89εκφορτωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκφόρτωση, ο ικανός να ξεφορτώνει («εκφορτωτικά μηχανήματα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά εκφορτωτικά τα έξοδα τής εκφορτώσεως …

    Dictionary of Greek

  • 90ελούβιο — Γεωλογικός σχηματισμός από κομμάτια πετρωμάτων, που κατά την αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων παρέμειναν στην ίδια θέση ή κύλησαν πάνω σε πλαγιές σε μικρή απόσταση, σε αντίθεση με το αλλούβιο, τα κομμάτια του οποίου μεταφέρθηκαν σε μεγαλύτερες… …

    Dictionary of Greek